Το χημικό peeling ή χημική απολέπιση είναι η ελεγχόμενη δράση ενός ή περισσοτέρων παραγόντων απολέπισης σε διαφορετικά βάθη του δέρματος,
που οδηγεί σε αναγέννηση και αναδιοργάνωση των ιστών, χωρίς ουλοποίηση, και εφαρμόζεται τόσο για ιατρικούς όσο και για κοσμητικούς σκοπούς. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα δημοφιλή μέθοδο στις μέρες μας, αν και έχει την καταγωγή της από τους αρχαίους χρόνους.
Ανάλογα με το βάθος διείσδυσης του χημικού παράγοντα που εφαρμόζεται πάνω στο δέρμα, το χημικό peeling διακρίνεται σε επιφανειακό (άνω θηλώδες χόριο), μέσου βάθους (άνω δικτυωτό χόριο) και βαθύ (μέσο δικτυωτό χόριο). Παράμετροι που καθορίζουν το βάθος ενός χημικού peeling είναι ο χημικός παράγοντας, η συγκέντρωσή του, η διάρκεια επαφής με το δέρμα, ο τρόπος εφαρμογής, ο αριθμός των στρώσεων, η ανατομική περιοχή, ο τύπος του δέρματος (λεπτό, παχύ, λιπαρό κ.λπ.), ο φωτότυπος κατά Fitzpatrick και η προετοιμασία πριν την επέμβαση.
Οι παράγοντες που χρησιμοποιούνται συχνότερα σήμερα στο χημικό peeling είναι το τριχλωροξικό οξύ (TCA), τα α-υδροξυοξέα (AHAs) με κύριους εκπροσώπους το γλυκολικό, το μανδελικό, το γαλακτικό, το κιτρικό και το φυτικό οξύ, το διάλυμα του Jessner, το σαλικυλικό οξύ, η τρετινοϊνη, το πυροσταφυλικό οξύ και η φαινόλη. Τα ιστολογικά αποτελέσματα του χημικού peeling διατηρούνται πάνω από δέκα χρόνια.
Το φάσμα εφαρμογών του χημικού peeling είναι αρκετά μεγάλο και διευρύνεται συνεχώς με τη χρήση νέων τεχνολογιών και την προσθήκη νεώτερων παραγόντων. Η ενεργός ακμή, οι ουλές ακμής, το μέλασμα, η αντιδραστική υπερμελάγχρωση, η χρονολογική γήρανση, η φωτογήρανση, οι επίπεδες σμηγματορροϊκές υπερκερατώσεις, οι ακτινικές υπερκερατώσεις, οι ηλιακές κηλίδες, η ροδόχρους νόσος, τα ξανθελάσματα, αποτελούν ορισμένους από τους θεραπευτικούς στόχους της μεθόδου.
Η αρχική επίσκεψη και η αξιολόγηση του ασθενούς με τη λήψη καλού ιστορικού, τον εντοπισμό σχετικών ή απόλυτων αντενδείξεων, τη λεπτομερή ενημέρωσή του για την επέμβαση, τη χορήγηση της σωστής προετοιμασίας, έχει μεγάλη σημασία για την τελική έκβαση του χημικού peeling.
Η διαδικασία είναι απλή και εύκολη και μπορεί να γίνει σε επίπεδο καλά οργανωμένου ιδιωτικού ιατρείου, διέπεται όμως από ορισμένους κανόνες που εξασφαλίζουν καλύτερα αποτελέσματα και ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.
Μετά το peeling συνιστάται πλύσιμο του δέρματος με ήπιο καθαριστικό, εφαρμογή αντιβιοτικών, μαλακτικών ή επουλωτικών κρεμών και αυστηρή αποφυγή της έκθεσης στον ήλιο.
Γενικά, οι επιπλοκές των χημικών peelings είναι ήπιες, παροδικές και σπάνια μη αντιμετωπίσιμες και σχετίζονται κυρίως με το βάθος του peeling.
Τα επιφανειακά peelings επαναλαμβάνονται κάθε 1-6 εβδομάδες, τα μέσου βάθους κάθε 3-6 μήνες και τα βαθιά κάθε 12-18 μήνες.
Συμπερασματικά, τα χημικά peelings αποτελούν μια γρήγορη, αποτελεσματική, ασφαλή και φθηνή επεμβατική τεχνική, ανταγωνιστική με τις υπόλοιπες μοντέρνες μεθόδους, με τις οποίες μπορεί άριστα να συνδυαστεί. Πρέπει όμως να διενεργείται από έμπειρους και άριστα εκπαιδευμένους δερματολόγους που γνωρίζουν καλά τις ενδείξεις, τις ιδιότητες και το μηχανισμό δράσης των παραγόντων απολέπισης και μπορούν να προσφέρουν τα μέγιστα οφέλη της μεθόδου χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τους ασθενείς.
Εκ Μέρους της Ελληνικής Δερματολογικής & Αφροδισιολογικής Εταιρείας.
Πηγή: edae.gr